- συνουσία
- rapport
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek
συνουσίᾳ — συνουσίαι , συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η η σεξουαλική, η γενετήσια πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίαι — συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιάσας — συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem acc pl (doric) συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem gen sg (doric) συνουσιάσᾱς , συνουσιάζω keep company with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)